- χαλκοπρόσωπος
- -ον, Αμτφ. αναιδής, αδιάντροπος («ἡμῖν ἔθος πολλάκις τοὺς ἐρυθριᾱν μὴ εἰδότας χαλκοπροσώπους καλεῑν», Ιωάνν. Χρυσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αἰγο-πρόσωπος, μακρο-πρόσωπος].
Dictionary of Greek. 2013.